νταμπής

νταμπής
και ταμπής, ο
αυτός που ψήνει καφέδες και ετοιμάζει άλλα αφεψήματα στο καφενείο, σε αντιδιαστολή προς τον σερβιτόρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταμπής — ο, Ν βλ. νταμπής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”